- πολύασπις
- -άσπιδος, ὁ, ἡ, Α(για στρατό) αυτός που φέρει πολλές ασπίδες, πολλούς ασπιδοφόρους, πολυπληθής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ἀσπίς, -ίδος (πρβλ. μίκρ-ασπις, ρίψ-ασπις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek